νότζικα

νότζικα
και νότσικα και νόζικα, η
είδος μεγάλου μαχαιριού που χρησιμοποιείται από τους ναύτες και από τους δύτες για να κόβουν τα σφουγγάρια από τον βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. nojik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νόζικα — η βλ. νότζικα …   Dictionary of Greek

  • νότσικα — η βλ. νότζικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”